-
1 ὑγρός
A , etc.: [comp] Sup.- ότατος X.Eq.7.7
, etc.:—wet, moist, fluid (opp. ξηρός) , ὑγρὸν ἔλαιον, i. e. olive-oil, opp. fat or tallow, Il.23.281, Od.6.79; ὑ. πίσσα, νᾶπυ, raw pitch, liquid mustard, SIG1171.14 (Lebena, i B. C.), IG42(1).126.22 (Epid., ii A. D.); τὸ ὑ. ξύλον, opp. τὸ ξηρόν, Ev.Luc.23.31;ὑγρὸν ὕδωρ Od.4.458
; ἄνεμοι ὑγρὸν ἀέντες winds blowing moist or rainy, 5.478, 19.440, Hes.Op. 625, Th. 869; ὑ. ἅλς, πέλαγος, θάλασσα, Pi.O. 7.69. P.4.40, A.Supp. 259; ὑγρὰ νύξ a wet night, Pl.Criti. 112a; ἐφ' ὑγροῖς ζωγραφεῖν paint on a wet ground, Plu.2.759c.2 ὑγρά, [dialect] Ion. ὑγρή, ἡ, the moist, i.e. the sea,ἐπὶ τραφερήν τε καὶ ὑγρήν Il.14.308
; , Od.1.97; ;πουλὺν ἐφ' ὑγρήν Il.10.27
; so ὑγρὰ κέλευθα the watery ways, i. e. the sea, 1.312, Od.3.71.3 τὸ ὑ. andτὰ ὑ.
wet, moisture,Hdt.
1.142, Hp.Loc.Hom.9, Liqu. tit.; Liquid, Hdt.4.172;γῆ ὑγρῷ φυραθεῖσα Pl.Tht. 147c
; ἐξερρύα συχνὸν ὑγρόν a quantity of fluid, IG42(1).122.4 (Epid., iv B. C.); μετρεῖν τὰ ὑγρά liquids, ib.22.1013.10;ἐπὶ ὑγροῖς οὐκ ἐξὸν δανείζειν PGnom. 232
(ii A. D.).4 μέτρα ὑγρὰ καὶ ξηρά liquid and dry measure, Pl.Lg. 746e.5 θῆρες ὑ. water-animals, opp. πεζοί, AP9.18 (Germ.);οἱ ὄρνιθες οἱ ὑ. Philostr. Im.1.9
; ὑ. ἀοιδός, of a frog, AP6.43 ([place name] Plato).6 of the bowels or faeces, loose, Hp.Aph.2.20, Arist.HA 617a1.7 ὑ. σφυγμός a damp pulse, defined by Gal.19.405.II soft, pliant, supple, of the eagle's back, Pi.P.1.9; of the limbs and body,ὑγραῖς ἐν ἀγκάλαις E. Fr. 941
, cf. Babr.34.7; ὑγρὸς τὸ εἶδος, of Ἔρως, Pl.Smp. 196a; νεώτερος καὶ ὑγρότερος, opp. σκληρός, Id.Tht. 162b;χορῷ.. ἔτερπον κέαρ ὑγροῖσι ποσσί B.16.108
;ὑ. ὀρχηστής Poll.4.96
, cf. Arist.PA 655a24 ([comp] Comp.); ὑγρὰ ἔχειν τὰ σκέλη, of a horse, X.Eq.1.6; of a horse's neck, Id.Cyn.4.1 (so in Adv. of colts, γόνατα ὑγρῶς κάμπτειν, ὑγρῶς τοῖς σκέλεσι χρῆσθαι, Id.Eq.1.6, 10.15); of the hare, Id.Cyn.5.31; of the jackal,ταχυτῆτι διαφέρει διὰ τὸ ὑγρὸς εἶναι καὶ πηδᾷ πόρρω Arist. HA 580a30
; also of plants,ὑ. ἄκανθος Theoc.1.55
;ὑ. χολάδες Babr. 1.10
; σῶμα ὑγρὸν κείμενον lying in an easy position, Hp.Prog.3;ὑγρὸν χύτλασον σεαυτόν Ar.V. 1213
; κέρας ὑ., of a bow, Theoc.25.206.2 languid, feeble, of one dying,ἐς ὑγρὸν ἀγκῶνα.. παρθένῳ προσπτύσσεται S.Ant. 1236
;κἀπιθεὶς ὑγρὰν χέρα E.Ph. 1439
.4 moist with wine, tipsy,ὑγρὴν τὴν ψυχὴν ἔχειν Heraclit.117
;ἡ διάνοια ὑ. γεγενημένη Plu. 2.713a
;οἰνοβαρὴς.. ὑγρὸν ἀείδων, οὐ μάλα νγφάλιον κλάζων μέλος Opp. H.2.412
.5 of the eyes, melting, languishing,ὑ. βλέμμα Anacreont. 15.21
; (Antip. Sid.);ἐπ' ὄμμασιν ὑγρὰ δεδορκώς APl.4.306
(Leon.);τῶν ὀφθαλμῶν τὸ ὑ. ἅμα τῷ φαιδρῷ Luc.Im.6
; also πόθος ὑ. a languishing, longing desire, h.Pan.33. Adv.,ὑγρῶς βλέπειν Philostr.Ep.33
: [comp] Sup.,ὑγρότατα καὶ πένθιμα μελῳδεῖν App.BC1.106
.6 of language, smoothly flowing, D.H.Dem. 20.7 metaph. of persons or their tempers, facile, pliant, easy,ὑγρός τις καὶ δημοτικός Plu.Mar.28
;κόλαξ ὑγρὸς ὢν μεταβάλλεσθαι Id.2.51c
; τὸ Κίμωνος ὑ. his easy temper, Id.Per.5; pleasure-loving, Hsch.; ὑγρότατος ἐς ταῦτα prone to.., App.BC5.8;ὑ. τῷ γελοίῳ Plu. Brut.29
([comp] Comp.).b soft, dainty, luxurious, voluptuous, Id.2.751a;ὑ. πρὸς τὴν δίαιταν Id.Sol.3
;βίου.., ὃν πάντες εἰώθασιν ὀνομάζειν ὑγρόν Alex.203
; cf.ὑγρότης 11.2
.8 of the vowels α ι υ, sometimes long and sometimes short, S.E.M.1.100.III Adv. ὑγρῶς, v. supr. 11.1 and 5; also ὑγρότερον δαπανᾶν spend more freely, Phld. Oec.p.73J.
См. также в других словарях:
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek